μνημούρι

μνημούρι
το см. μνήμα 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μνημούρι" в других словарях:

  • μνημούρι — και μνημόρι, το (ΑΜ μνημόριον, Μ και μνημόρι και μνημούρι και μνημούριν) τάφος, μνήμα, τύμβος νεοελλ. φέρετρο μσν. ταφικό μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. memorium «μνημείο, τάφος» με παρετυμολογική επίδραση τού μνήμα] …   Dictionary of Greek

  • μνημούρι — το ιού, το μνήμα, ο τάφος: Από τότε που ορφάνεψε γυρίζει όλη μέρα στα μνημούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • μεμόριον — μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν) μνημείο για την ανάμνηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τής ελλ. λ. μνημεῖον και τής λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)] …   Dictionary of Greek

  • μνημουρόπετρα — και μνημορόπετρα, η λίθινη πλάκα σε τάφο για αναγνώριση αυτού, επιτάφια στήλη («και μια γριά μερονυχτής, σαν κλήμα, σαν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογά και κλαίει», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνημούρι + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • μνημόρι — το (Μ μνημόρι) βλ. μνημούρι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»